χρόμη

χρόμη
ἡ, Α
1. χρόμαδος*
2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρόμη — the neighing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • χρόμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) χρόμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και συνδέεται με ονομ. τ., όπως τα αρχ. σλαβ. gromŭ και ρωσ. grom «βροντή», με επιρρ., όπως τα αρχ. ισλανδ. gramr και αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”